φιλόϋλος

φιλόϋλος
φιλόϋλος, ον (ὕλη ‘material’) loving material things (cp. Origen, Fgm. in Luc. 71, l. 6 ed. MRauer 1930, p. 269 φιλοΰλων καὶ φιλοσωμάτων λόγοι πιθανοί) in imagery πῦρ φιλόϋλον a fire that longs for material things or that desires to be fed w. material things IRo 7:2 (ὕλη means ‘material things’ opposed to God 6:2, elsewh. = ‘firewood’ [ὕλη 2]).—DELG s.v. ὕλη.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλόϋλος — και δ. γρφ. φίλυλος, ον, Α αυτός που αγαπά τις σαρκικές απολαύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + υλος (< ὕλη), πρβλ. ἔν υλος] …   Dictionary of Greek

  • επιχάσκω — ἐπιχάσκω (AM) μσν. χάσκω, μένω με ανοιχτό το στόμα μπροστά σε κάτι, επιθυμώ πολύ κάτι («ἡ φιλόϋλος ψυχὴ ταῑς ὕλαις ἐπιχάσκει», Κ. Μανασσ.) αρχ. (για επιφάνεια) έχω σχισμές, χάσματα («στρογγυλότητας ἐπιχασκούσας», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • φίλυλος — ον, Α (δ. γρ < ρ.) βλ. φιλόϋλος …   Dictionary of Greek

  • φιλοϋλία — ἡ, Μ [φιλόϋλος] η αγάπη προς τις σαρκικές απολαύσεις και, γενικά, προς τον υλικό κόσμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”